κελητιζω

κελητιζω
    κελητίζω
    1) ездить верхом, скакать, гарцевать
    

(ἵπποισι Hom.)

    2) Arph. = βινέω См. βινεω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κελητιζω" в других словарях:

  • κελητίζω — ride pres subj act 1st sg κελητίζω ride pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελητίζω — (ΑΜ) μσν. (κυρίως σχετικά με ποταμό) πλέω, διαπλέω με ταχύτητα αρχ. 1. ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, κάνω ιππασία 2. (με αισχρή σημ.) συνουσιάζομαι, καβαλικεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλης, ητος + κατάλ. ίζω (πρβλ. γονατ ίζω, λεβητ ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • κελητίζει — κελητίζω ride pres ind mp 2nd sg κελητίζω ride pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελητίζοντι — κελητίζω ride pres part act masc/neut dat sg κελητίζω ride pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελητίσαι — κελητίζω ride aor inf act κελητίσαῑ , κελητίζω ride aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκελήτιζον — κελητίζω ride imperf ind act 3rd pl κελητίζω ride imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελητίζειν — κελητίζω ride pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελητίζεις — κελητίζω ride pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελητίζοντες — κελητίζω ride pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελητίζοντος — κελητίζω ride pres part act masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελητίζουσαν — κελητίζω ride pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»